παραγναθίδιος

παραγναθίδιος
-α, -ο / παραγναθίδιος, -ον, ΝΜ [παραγναθις, -ίδος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραγναθίδες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παραγναθίδιο
τμήμα τού χαλινού τών αλόγων το οποίο ανέρχεται από το άκρο τού στόματος μέχρι το πάνω τμήμα τής κεφαλής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. η παραγναθίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγναθίδιος — on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγναθίδιον — παραγναθίδιος on masc/fem acc sg παραγναθίδιος on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”